Δεν ήξερα μέχρι που έγινα ορειβάτισσα και πήρα τα βουνά. Εκεί ψηλά κατάλαβα ότι πιο πριν δεν ήξερα σχεδόν τίποτα.
Έκατσα στο κούτσουρο και κράτησα την ανάσα μου. “Μάλλον είναι ο Πάνας” σκέφτηκα. Ακολούθησα τον ήχο της φλογέρας. Και στάθηκα αστραποβολημένη. Ήταν δύο λιμνούλες, η μία πιο κάτω από την άλλη και καθισμένοι ήσυχα στα χόρτα και τις πέτρες ήταν ορειβάτες. Πλησίασα. Κίτρινα λίλιουμ, ροζ αγριογαρύφαλλα, λουλουδάκια μωβ με ψηλούς μίσχους στόλιζαν τις πράσινες παρειές που κατέβαιναν και έσμιγαν με τις λιμνούλες. Ρυάκια κατρακυλούσαν αμέριμνα με λευκά λεπτοφυή λουλουδάκια που δροσίζονταν από το νερό. Ο καθρέφτης της ακίνητης νερένιας επιφάνειας γύρισε ανάποδα τα μαυρόπευκα στα σκληρά βράχια. Ο ορειβάτης έπαιζε την φλογέρα του και οι ατάκτως ερριμμένοι ορειβάτες φαινόταν αδιάφοροι για τον χρόνο. Κάποια στιγμή η φλογέρα έπαψε μα η μουσική δεν σταμάτησε. Τα μαυρόπευκα, τα ρόμπολα και οι οξιές ρίγησαν. Ψιθύριζαν μεταξύ τους μουσικές ξεχασμένες που κάποτε ακούγαμε και τώρα ήταν σαν να ξεχύνονταν από τον πυρήνα της ύπαρξής μας. Παραμείναμε σιωπηλοί για λίγο και κατάλαβα πως όλοι είχαν χαθεί σε αναμνήσεις ανεξήγητες μιας λησμονημένης αθωότητας. Λίγα λεπτά. Ξυπνήσαμε ή μάλλον ξανακοιμηθήκαμε και κινήσαμε για το λιβάδι με τις σκηνές μας. Το προηγούμενο βράδυ το κρύο και μουσκεμένο οροπέδιο είχε γεμίσει φωτιές, κάθε σύλλογος είχε την δική του φωτιά, τα δικά του τραγούδια, τους δικούς του χορούς. Εγώ που δεν είχα ιδέα από δημοτικούς χορούς χόρεψα σχεδόν σε κάθε φωτιά και ήπια από την ρακή των Κρητικών, το τσίπουρο των Γρεβενιωτών, των Σαμοθρακιωτών, κουβέντιασα, αντάλλαξα τηλέφωνα και πήγα (ντίρλα) να κοιμηθώ στην σκηνή μου για να ξυπνήσω για την ορειβασία νωρίς την Κυριακή.
Αυτή ήταν η αρχή. Ο άγνωστος κόσμος των βουνών έγινε και δικός μου κόσμος. Όλη η εβδομάδα περίμενε την Κυριακή. Και καθώς ντυνόμουν με τα ορειβατικά μου, καθώς έπιανα την ανηφόρα, ξεντυνόμουν όλα τα πρέπει, τις αγωνίες, τα αναπάντητα ερωτηματικά, άδειαζα από όλα αυτά που μου έμαθαν και ετοιμαζόμουν για την μία γνώση. Το τέμπλο των βουνών ήταν ο ναός της προσευχής μου, πως μπαίνει κάποιος βγάζοντας τα παπούτσια του, με σεβασμό, έτσι έμπαινα στα βουνά μου. Και όλο και τολμούσα και πιο πάνω, και πιο πέρα. Χρόνια, πολλά χρόνια, κάθε Κυριακή ή Σαββατοκύριακο. Όσες φορές και να πήγαινα, ποτέ κανένα βουνό δεν ήταν το ίδιο, πάντα ήταν μια αποκάλυψη, μια περιπέτεια, ένα θαύμα. Κάποτε έφτασα κι εκεί που τα αγριόγιδα σμίγουν με τα γεράκια και τους σταυραϊτούς. Κρυφοκοίταξα εκεί που οι γκρεμοί σαν τσεκούρια σχίζουν τα βουνά, αλαφροπάτησα εκεί που χαράδρες κρατούν χιονούρες που δεν λειώνουν ποτέ και οι κορυφές ορθώνονται ανέγγιχτες από τον χρόνο.
Σε αυτό το μεταίχμιο που η ανθρώπινη υπόσταση καταλύεται, ζει η πλάση ελεύθερη, δυνατή κάτω από τον ήλιο, τα σύννεφα και το βλέμμα του δημιουργού. Για να μας θυμίζει την αθωότητα, την ελευθερία και το αδάμαστο ενός κόσμου που αναδεύεται και ανταριάζει βαθιά μέσα μας. Εκεί πάνω, στον άβατο κόσμο των βουνών μέσα στην άγρια φύση η ζωή ζωντανεύει, εντείνεται, όλα αποκτούν φως, χρώμα, νόημα.
Η μήτρα που μας γέννησε ήταν στραμμένη στα αγέρωχα βουνά, στους γρήγορους καταρράχτες, στις κοιλάδες με τα ποταμάκια, στα αγριολούλουδα, στο θρόισμα των φυλλωσιών, στα πνεύματα των ορέων και των θαλασσών.
Ω ταπεινές, απαρατήρητες, φευγαλέες ψυχούλες! Κοντά σας κατάλαβα πως εμείς οι άνθρωποι ποτέ δεν μείναμε μόνοι.
Σοπενχάουερ, Νίτσε, Γκαίτε τόσοι άνθρωποι που αναζήτησαν το μυστήριο της ζωής μέσα από φιλοσοφία και ποίηση στάθηκαν στα βουνά:
“Γι αυτό χρειάζομαι αψηλό βουνό. Γαλήνη – για να βγω ζωντανός”, Καζαντζάκης.
“Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω να ακουμπήσω κάπου την λύπη μου. Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα, αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή να ακουμπώ το χαρτί μου”, Νικηφόρος Βρεττάκος για τον Ταΰγετο.
“Ω! καν εσείς βουνά ψηλά, βουνά που μια φορά τον ήλιο πρωτοείδα, κάμετε εσείς να μη σας λησμονεί ποτέ η ψυχή μου, Ω πρώτη μου πατρίδα…. Και κάμετε να ελπίζω πως θα ’ρθω, μόλις ξεφύγω από τη φυλακή μου, στα ύψη σας, να ξανανταμωθώ μ’ εσάς, πατρίδα αληθινή δική μου”, Κωστής Παλαμάς.
“Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια. Θέλω τ’ αψήλου ν’ ανεβώ, ν’ αράξω θέλω αητέ μου, μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου, θέλω να αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ εσένα”, Κώστας Κρυστάλλης.
“Τα βουνά είναι εθνικά φρούρια του γένους”, Κολοκοτρώνης.
“Γύρεψα να ζήσω μοναχός στη φύση, στα βουνά, για να ξεντύσω την ζωή από κάθε φτιασίδι, κάθε περιττό και να φτάσω στο μεδούλι της ζωής. Δεν νοιώθω ξένος εδώ, τα δέντρα, τα πλάσματα της είναι οι κρίκοι που ενώνουν τις μέρες”, David Thoreau.
“Τα βουνά είναι σιωπηλοί δάσκαλοι για σιωπηλούς μαθητές”, Γκαίτε.
Θαρρώ πως το βουνό ή η θάλασσα και γενικά η άγρια φύση ξύνει τη σκουριά και βοηθάει να λευτερωθεί η ομορφιά μέσα μας. Όταν αργοπορούμε για να κοιτάξουμε ένα λουλούδι και βλέπουμε την μοναδικότητα του σε όλα τα λουλούδια, όταν ένα χρυσοκόκκινο φτινόπωρο θέλει να χαθεί σε ένα μαγεμένο δάσος με πλατύφυλλα, όταν στον τοίχο του βράχινου βουνού έχει αναμερίσει ο φόβος για να σκαρφαλώσει ο αναρριχητής…, όταν ο ορειβάτης μένει πίσω για να βοηθήσει τον αδύναμο συνορειβάτη… γλυκαίνει ο κόσμος…
Μια ώρα περπάτημα στο δάσος ελευθερώνει μέσα μας αμέτρητες θεραπευτικές χημικές ουσίες χαράς και γαλήνης που επιδιορθώνουν τον οργανισμό μας σαν ο σοφότερος ψυχοθεραπευτής και γιατρός.
Και ο κάθετος κόσμος, αυτός που σου γνέφει έλα, κι εσύ δεν μπορείς να αντισταθείς λες και θέλεις να γίνεις δικός του… θα τον σκαρφαλώσεις και ξέρεις πως πρέπει να του δώσεις την απόλυτη προσοχή σου. Αναμετριέσαι με τον βράχο ή την ορθοπλαγιά και καθώς προχωράς στον κατακόρυφο κόσμο σου είσαι σαν τον καλλιτέχνη απορροφημένο στις αρμονικές μουσικές και στις μορφές της ψυχής του, σε μια συνεχή κατανόηση και συμφιλίωση με τον εαυτό του.
Κι αυτό είναι το ζητούμενο, σε αυτόν τον κόσμο που η σκέψη – χρόνος μας μαντρώνει στη φυλακή του, να ανοίξουμε μια χαραγματιά ζώντας την στιγμή.
Ήμασταν τυχεροί, είδαμε τα βουνά σε όλο τους το μεγαλείο.
Δρόμοι δεκάδων χιλιομέτρων τεράστιων διατομών ανοίγονται στις πλαγιές τους, μπουλντόζες μπαίνουν και ξεριζώνουν δάση, ισοπεδώνουν κορυφές, τις τσιμεντώνουν για να γίνουν οι βάσεις από ανεμογεννήτριες 180 και 200 μέτρων. Τα μπάζα καλύπτουν τις πλαγιές. Oι υδροκρίτες των βουνών, οι ρεματιές, τα βότανα, τα λουλούδια θάβονται κάτω από μπετά και σίδερα. Θυσιάζονται τα πουλιά και τα έντομα στις φτερωτές των α/γ. Σταυρώνονται τα βουνά. Natura, Unesco, Ramsar, ζώνες ειδικής προστασίας ΖΕΠ, ζώνες προστασίας για πουλιά… στο βωμό του κέρδους.
Θυσιάζουν τα δάση – τα τόσο σημαντικά δάση που φτιάχνουν το οξυγόνο και την βροχούλα και ισορροπούν τον καιρό -, τους βιότοπους για ανεμογεννήτριες, τους καταρράχτες και τα ποταμάκια για μικρά υδροηλεκτρικά έργα, σιτοβολώνες και οπωρώνες για φωτοβολταϊκά για να γίνει “πιο πράσινη” η ανάπτυξη τους και για να “σώσουν τον πλανήτη από την κλιματική αλλαγή”. Από την απληστία, ανοησία, αναισθησία ποιοι θα τον σώσουν;
Ήμασταν τυχεροί, ακούσαμε λαλήματα πέρδικας, το κάλεσμα του κούκου, το κελάηδισμα του μαυροτσιροβάκου, του δενδροτζομπανάκου, της γαλαζοπαπαδίτσας, το τοκ τοκ του τρυποκάρυδου. Ακούσαμε κελαρύσματα από ρυάκια και περπατήσαμε σε δροσερά δάση. Μαζέψαμε χαμοκέρασα που γυαλίζαν σαν κόκκινες χάντρες. Συλλέξαμε τσάι, βαλσαμόχορτο, βότανα για τον χειμώνα. Είδαμε τα δάση να γίνονται πορφυρά και χαλκόχροα τα φθινόπωρα και μυρίσαμε την ανάσα της νοτισμένης γης. Περπατήσαμε σε βράχινες κόψεις περήφανων βουνών, αξιωθήκαμε φευγαλέες θεάσεις από αγριόγιδα κι αρκούδες με τα αρκουδάκια τους, σκίουρους και ζαρκάδια… Σκαρφαλώσαμε με σχοινοσυντρόφους σε βράχια… Αξιωθήκαμε τη φύση ζωντανή… και μας ζωντάνεψε… για όλες τις κακουχίες της ζωής… αυτή μας ξανασήκωνε… κανένας δε μένει ορφανός στη γη, όλοι και όλα έχουν την μια μητέρα…
Τώρα τα δάση καίγονται για να αναδασωθούν με ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, βίλλες και επενδύσεις.
Πόσα ψέματα, πόση υποκρισία! “Βιώσιμη ανάπτυξη”. “Καθαρή, πράσινη ενέργεια”. Άνθρωποι τεχνοκράτες, που θα μπορούσαν να ζήσουν και στη σελήνη, θα μπορούσαν να τρυπάνε την γη και να βγάζουν το πετσί της, αρκεί να ασκούν εξουσία και να μαζεύουν λεφτά. Δεν έχουν δει ποτέ, δεν έχουν φανταστεί ποτέ πώς μεταμορφώνονται ακόμη και τα πιο γυμνά βουνά την κάθε εποχή. Πώς ξεπροβάλλουν τα μωβ κροκάκια μέσα από τα χιόνια, ύστερα τα μπλε λουλουδάκια, ύστερα τα κίτρινα και σκεπάζεται το βουνό από σεντόνια κίτρινα, σεντόνια πολύχρωμα με αγριοπανσεδάκια…
Δεν ξέρουν οι φουκαράδες οι τεχνοκράτες πόση ζωή υπάρχει στη φύση, πως το οξυγόνο, το νεράκι τους, όλα της ζωής τους αυτή τους τα χαρίζει.
Να φέρνουμε στον κόσμο τα παιδιά μας για μια ζωή σε τέσσερις τοίχους, τσιμέντα, άσφαλτο, πατήματα κουμπιών και εικονική πραγματικότητα; Δεν μπορεί να μας έχουν πείσει ότι αυτή είναι η ζωή!
Κι όμως…! Τί θα αφήσει αυτή η αχαλίνωτη, άπληστη ανάπτυξη στις επόμενες γενιές; Τί πόρους; Τί πρώτες ύλες; Τί φύση; Πού θα είναι ελεύθερος ο επόμενος άνθρωπος; Πού θα αποτραβηχτεί να βρει τον εαυτό του; Πού θα βρει ο βουνό του να το ανέβει;
Αυτός ο αγώνας για την υπεράσπιση της φύσης δεν δίνεται για να σώσουμε τα βουνά, τα δάση, τις θάλασσες, αλλά για να σώσουν τα βουνά, τα δάση, οι θάλασσες εμάς.
Ο τρόπος του να ζεις λιγότερο ψεύτικα είναι να αγωνίζεσαι για ότι αληθινό αγαπάς.